εραστας

εραστας
    ἐραστάς
     дор. = ἐραστής См. εραστης

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εραστας" в других словарях:

  • ἐραστάς — ἐραστά̱ς , ἐραστής lover masc acc pl ἐραστά̱ς , ἐραστής lover masc nom sg (epic doric aeolic) ἐραστά̱ς , ἐραστός beloved fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπορεύομαι — Α 1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού 2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • προσέλκω — Α 1. προσελκύω 2. μέσ. προσέλκομαι α) φέρνω με το μέρος μου, παρασύρω προς εμένα («δυναμένης διὰ τὴν ὁμιλίαν τοὺς ἐραστὰς προσελκύσασθαι», Αθήν.) β) αγκαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • προσαναγκάζω — Α 1. ασκώ επιπρόσθετη βία 2. (σχετικά με επίδεσμο) συμπιέζω πολύ σφιχτά 3. συμπιέζω όλα τα οστά μαζί 4. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («προσαναγκάζειν τὸν Σωκράτη ὁμολογεῑν», Πλάτ.) 5. αναγκάζω και κάποιον άλλον να κάνει κάτι («χρῆν δὲ καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Μελιτηνιώτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Θεόδωρος (14ος αι.). Μέγας σακελλάριος και αρχιδιάκονος. Ασχολήθηκε με ζήλο με τις αστρονομικές μελέτες και έγραψε το επιστημονικό έργο Αστρονομική Τρίβιβλος, το σπουδαιότερο αστρονομικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»